- συνέζευξε
- συζεύγνυμιyoke togetheraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχοζεύκτης — μοιχοζεύκτης, ὁ (Μ) (για τον ιερέα που συνέζευξε σε παράνομο τέταρτο γάμο τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΣΤ με τη Ζωή) αυτός που τελεί γάμο μεταξύ μοιχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ζεύκτης < ζεύγνυμι] … Dictionary of Greek
συνέζευξ' — συνέζευξα , συζεύγνυμι yoke together aor ind act 1st sg συνέζευξο , συζεύγνυμι yoke together plup ind mp 2nd sg συνέζευξο , συζεύγνυμι yoke together perf imperat mp 2nd sg συνέζευξε , συζεύγνυμι yoke together aor ind act 3rd sg συνέζευξαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)